ὑποδεκτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδεκτικός — ή, όν, Α [ὑποδέκτης] 1. κατάλληλος να δέχεται μέσα του κάτι για εναποθήκευση («ὑποδεκτικὸν ταρίχων ἀγγεῑον», Σχόλ. Αριστοφ.) 2. φρ. «ὑποδεκτικὸν δεῑπνον» δείπνο υποδοχής, δείπνο για να καλωσορίσουν και να τιμήσουν κάποιον (Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ὑποδεκτικά — ὑποδεκτικός of neut nom/voc/acc pl ὑποδεκτικά̱ , ὑποδεκτικός of fem nom/voc/acc dual ὑποδεκτικά̱ , ὑποδεκτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδεκτικόν — ὑποδεκτικός of masc acc sg ὑποδεκτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδεκτικαῖς — ὑποδεκτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδεκτικοῦ — ὑποδεκτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδεκτική — ὑποδεκτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδεκτικήν — ὑποδεκτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδεκτικάς — ὑποδεκτικά̱ς , ὑποδεκτικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)